Πολλοί κατά καιρούς αναγνωρίζουν ότι η έννοια της Προσβασιμότητας δεν είναι τόσο θέμα τεχνολογίας, όσο θέμα πολιτισμού και παιδείας (Cook, 2005). Το ζητούμενο είναι κατά πόσο είμαστε σε θέση και κατά πόσο επιθυμούμε αυτό να το αναγνωρίσουμε. Οι έννοιες της συμβατότητας και της προσβασιμότητας είναι τόσο κοντά και ταυτόχρονα σε αρκετές περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσά τους. Κάθε λογισμικό, κάθε διαδικτυακός τόπος, συνεργάζεται απαραίτητα και με άλλες μορφές λογισμικού τις οποίες διαθέτει ο χρήστης εκ των πραγμάτων, καθώς στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μέρος του πακέτου του λειτουργικού συστήματος ενός προσωπικού υπολογιστή. Για παράδειγμα ένας δικτυακός τόπος για να προσπελαστεί πρέπει να χρησιμοποιηθεί από τον χρήστη ένα λογισμικό «φυλλομετρητή». Με λίγα λόγια το λογισμικό του φυλλομετρητή πρέπει να συνεργαστεί επιτυχώς με την ιστοσελίδα προκειμένου ο χρήστης να εξασφαλίσει μια επιτυχή περιήγηση. Και αυτό πρέπει να συμβαίνει σε διαφόρους τύπους υπολογιστών (Penn StateGlossary, 2005). Επομένως εκείνο που έχει σημασία στη συμβατότητα του λογισμικού είναι η επιτυχής συνεργασία των προγραμμάτων με σκοπό την καλύτερη δυνατή απόδοση της εργασίας του λογισμικού.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η προσβασιμότητα είναι κάτι πέρα από αυτό. Το ότι η ιστοσελίδα είναι συμβατή με τα υπόλοιπα προγράμματα ή και με το υλικό που χρησιμοποιεί ο επισκέπτης, δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι συμβατή και με τον ίδιο το χρήστη. Προχωρώντας, μπορούμε να διατυπώσουμε ότι εκεί που τελειώνει το έργο της η συμβατότητα, από το σημείο αυτό ξεκινούμε να ομιλούμε περί προσβασιμότητας. Η συμβατότητα είναι κάτι το μαθηματικώς μετρήσιμο. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι με προβλήματα οράσεως, η ακόμα και εκείνοι που έχουν απωλέσει εντελώς την όρασή τους, χρησιμοποιούν κατά περίσταση έναν ειδικό τύπο λογισμικού που αναγιγνώσκει με συνθετική φωνή το περιεχόμενο μιας ιστοσελίδας. Το λογισμικό αυτό ονομάζεται "screen reader", «αναγνώστης οθόνης». Αν μία ιστοσελίδα πληροί τους ανάλογους κανόνες συμβατότητας, το λογισμικό αυτό θα λειτουργήσει επαρκώς και το πρόσωπο με προβλήματα όρασης θα χρησιμοποιήσει την ακοή του για να πληροφορηθεί το περιεχόμενο της ιστοσελίδας. Εκεί σταματά το αντικείμενο της συμβατότητας του λογισμικού του επισκέπτη με τον δικτυακό τόπο που επισκέφθηκε.
Το έργο της προσβασιμότητας επεκτείνεται στο να εξετάσει και το αν τελικώς ο επισκέπτης αντιλήφθηκε στο έπακρο και στο ακριβές σημείο εκείνο το μήνυμα που η ιστοσελίδα επεδίωκε να του περάσει. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η προσβασιμότητα αφορά στο ουσιαστικότερο μέρος της θεωρητικές επιστήμες όπως η ψυχολογία (κατά κόρον η γνωστική ψυχολογία), η κοινωνιολογία (όταν για παράδειγμα έχουμε να κάνουμε με διαπολιτισμικές προσεγγίσεις ή με εκδηλώσεις ομάδων), αλλά και η φιλοσοφία στο ευρύτερο θεματικό της αντικείμενο με τον ηθικό και αισθητικό της κλάδο. Η συμπεριφορά και η ψυχολογία ενός ανθρώπου είναι κάτι το πολυδιάστατο, κάτι που βρίσκεται εκτός μαθηματικού προσδιορισμού. Στο συγκεκριμένο σημείο, σε πολλές εφαρμογές που μετρούν για παράδειγμα το κατά πόσο μία ιστοσελίδα είναι συμβατή με διάφορους φυλλομετρητές και υλικά υπολογιστή, είναι εσφαλμένο να αναγράφεται ότι πρόκειται περί εφαρμογών μέτρησης προσβασιμότητας, αλλά περί εφαρμογών μέτρησης συμβατότητας. Η προσβασιμότητα προϋποθέτει τη συμβατότητα, αλλά το αντίθετο δεν ισχύει.
Μια εφαρμογή μπορεί σε απόλυτα μεγέθη και μετρήσεις να θεωρείται συμβατή αλλά ταυτόχρονα να είναι τόσο δυσνόητη, αμφίσημη και δυσπλοήγητη ώστε η διαδραστική εμπειρία του χρήστη να καταντά δυσμενέστατη. Γι αυτό το λόγο όσοι ενεργώς ασχολούνται με την ανάπτυξη και το σχεδιασμό ηλεκτρονικών περιβαλλόντων εργασίας πρέπει να εξοικειωθούν με βασικές γνωσιολογικές και ψυχολογικές θεωρίες. Όσο πολύπλοκο και αν φαίνεται ένα υπολογιστικό σύστημα ή ένα οποιοδήποτε τεχνολογικό προϊόν, είναι πιο εύκολο για κάποιον να εξετάσει και να κατανοήσει την πλευρά του περιβάλλοντος εργασίας που αφορά τη μηχανή, παρά εκείνη που αφορά τον πολύπλοκο και πολυδιάστατο άνθρωπο (Raskin, 2000). Ωστόσο, και εδώ έγκειται η μεγάλη δυσκολία, το ανθρώπινο ον είναι εκείνο που στέκεται, η τουλάχιστον που πρέπει να σταθεί, ως βάση της ανάπτυξης ενός περιβάλλοντος εργασίας.
Η προσβασιμότητα και η χρηστικότητα περαιτέρω εξαπλώνονται και σε άλλους τομείς, όπως εκείνον της ασφαλείας. Όταν κάποιος χρήστης για παράδειγμα επιθυμεί να εκτελέσει μια διαδικτυακή οικονομικού είδους συναλλαγή, πρέπει να διασφαλίζεται τόσο από τον καθαυτό μηχανισμό της ιστοσελίδας, όσο και από το πόσο η ιστοσελίδα τον κατευθύνει να κάνει τις σωστές κινήσεις εύκολα, γρήγορα και απλά, χωρίς να του αφήνει πολλά περιθώρια να υποπέσει σε κάποιο σφάλμα (Cranor, Garfinkel 2005).
Ο σχεδιαστής εν προκειμένω έχει να διεκπεραιώσει το δύσκολο έργο της απλοποίησης της διαδικασίας της διαδικτυακής συναλλαγής, χωρίς έκπτωση από τις τεχνικές απαιτήσεις της εφαρμογής. Οι θεωρητικές γνώσεις που προαναφέραμε εν προκειμένω αποδεικνύονται άκρως χρήσιμες και χωρίς αυτές, πολλές φιλότιμες τεχνικές προσπάθειες μπορούν να καταλήξουν στο κενό. Η ασφάλεια ενός συστήματος είναι ένας βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου ο τελικός χρήστης μπορεί να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης με τη μηχανή που έχει απέναντί του και το λογισμικό που τη συνοδεύει.
- Cook J.S, Cook L, (2005) "The ethics of Web Design. Ensuring Access for Everyone" in Information Security and Ethics: Social and Organizational Issues, ed: Quigley M, (2005), IRM Press, Idea Group, USA
- Cranor L.F, Garfinkel S, (2005) "Security and Usability" O'Reilly, UK
- Penn State (2006) "Glossary: Software Compatibility" Pennsylvania State University, http://www.personal.psu.edu/staff/b/x/bxb11/CBTGuide/Append/Gloss.htm, προσβάσιμο στις 15/1/06
- Raskin J, (2000) "Human Interface, The: New Directions for Designing Interactive Systems" Addison-Wesley, UK
Η κάθε περίπτωση είναι μοναδική, γι αυτό και σας αποστέλλουμε την προσφορά σας κατόπιν της ανάλυσης απαιτήσεων.